Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιακωβίδης -Επιφανείς της Λέσβου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιακωβίδης -Επιφανείς της Λέσβου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2017


Αποτέλεσμα εικόνας για Γεώργιος Ιακωβίδης

Ο Γεώργιος Ιακωβίδης γεννήθηκε το 1853 στα Χίδηρα της Λέσβου.[1] Σε ηλικία 13 ετών πήγε στην Σμύρνη, για να ζήσει με τον θείο του, πρακτικό αρχιτέκτονα, και να φοιτήσει στην Ευαγγελική Σχολή, ενώ παράλληλα εργαζόταν. Από νωρίς έδειξε ενδιαφέρον για την τέχνη και κυρίως για την ξυλογλυπτική. Το 1868, ακολούθησε το θείο του στη Μενεμένη για δύο έτη και το 1870 με την προτροπή και την οικονομική βοήθεια του Μιχαήλ Χατζηλουκά, ξυλέμπορου, συνεργάτη του θείου του, αποφάσισε να σπουδάσει γλυπτική στην Αθήνα.

Το 1870, εγγράφηκε στο Σχολείο των Τεχνών της Αθήνας (την μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών). Δάσκαλοί του στην Αθήνα ήταν ο ζωγράφος Νικηφόρος Λύτρας[1] και ο γλύπτης Λεωνίδας Δρόσης. Από το Σχολείο των Τεχνών αποφοίτησε με άριστα τον Μάρτιο του 1877, ενώ είχε ήδη αρχίσει να διακρίνεται για το ζωγραφικό του ταλέντο.
Τον Νοέμβριο του 1877 έλαβε υποτροφία από το ελληνικό κράτος και αναχώρησε για το Μόναχο με σκοπό να συνεχίσει τις σπουδές του στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της πόλης. Δάσκαλοί του εκεί ήταν ο Λούντβιχ φον Λεφτς (Ludwig νοn Löfftz), ο Βίλχελμ φον Λίντενσμιτ (Wilhelm νοn Lindenschmidt) και ο Γκάμπριελ φον Μαξ (Gabriel νοn Max).[1] Το 1883, αποφοίτησε από την Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου και για τα επόμενα δεκαεφτά χρόνια συνέχισε να εργάζεται στην ίδια πόλη.
Το 1878, δημιούργησε στο Μόναχο δικό του εργαστήριο και σχολή ζωγραφικής θηλέων που λειτούργησε μέχρι το 1898. Με το ταλέντο και την εργατικότητά του, έγινε ευρύτατα γνωστός και αγαπητός. Οι διακρίσεις άρχισαν να διαδέχονται η μία την άλλη: «Χρυσούν μετάλλιον» στην Αθήνα το 1888, ιδιαίτερο βραβείο των Παρισίων 1889, «Βραβείο τιμής» στην Βρέμη το 1890, «Χρυσούν μετάλλιον» του Βερολίνου το 1891, «Χρυσούν μετάλλιον» του Μονάχου το 1893, το «Οικονόμειον βραβείον» στην Τεργέστη το 1895, το βραβείο Βαρκελώνης το 1898 και το χρυσό μετάλλιο στο Παρίσι το 1900.
Το 1889 πέθανε η σύζυγός του, Άγλα. Το γεγονός αυτό σημάδεψε την ζωή του και λέγεται πως κατόπιν σταμάτησε να ζωγραφίζει χαρούμενα παιδικά θέματα.
Το 1900, ιδρύθηκε η Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας και ο Ιακωβίδης κλήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση να επιστρέψει στην Ελλάδα και διορίστηκε πρώτος της έφορος.[2] Μετά τον θάνατο του δασκάλου του Νικηφόρου Λύτρα το 1904, διορίστηκε ως άμισθος καθηγητής ελαιογραφίας στην Σχολή Καλών Τεχνών. Για την προσφορά του αυτή, του απονεμήθηκε ο «Χρυσούς Σταυρός των Ιπποτών». Κατά την ίδια περίοδο, ο Ιακωβίδης, ως ο αγαπημένος προσωπογράφος της βασιλικής οικογένειας (υπήρξε προσωπικός φίλος του φιλότεχνου πρίγκιπα Nικολάου) και της υψηλής αθηναϊκής κοινωνίας, ήταν ήδη ένας από τους λίγους ευκατάστατους Έλληνες ζωγράφους.
Το 1910, με τον διαχωρισμό της Σχολής Καλών Τεχνών από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, με βασιλικό διάταγμα του ανατέθηκε η διεύθυνση του Σχολείου των Καλών Τεχνών. Το 1914, ο Ιακωβίδης τιμάται με το «Αριστείον των Γραμμάτων και Τεχνών» και το 1918, την θέση του στην διεύθυνση της Εθνικής Πινακοθήκης αναλαμβάνει ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου. Οκτώ χρόνια αργότερα, το 1926, ορίζεται ως ένα από τα τριάντα οκτώ αριστίνδην μέλη της νεοσυσταθείσας Ακαδημίας Αθηνών.
Το 1930, αποχωρεί από την διεύθυνση της Ανωτάτης, πλέον -μετά την αναδιοργάνωσή της- Σχολής Καλών Τεχνών, με τον τίτλο του «επιτίμου διευθυντού». Πέθανε το 1932, λίγο καιρό πριν κλείσει τα ογδόντα του.
Η Εθνική Πινακοθήκη τον τίμησε με μεγάλη αναδρομική έκθεση τον Νοέμβριο του 2005.