Κοµµατάκια φεγγαριού
, Γράφει ο
Κωστής Γκιµοσούλης
Τι είναι ο άνθρωπος;
Μονογαµικός ή πολυγαµικός;
Προδίδει ή όχι τον σύντροφό του όταν δοκιµάζει κι άλλες αγκαλιές;
Ενα παραµύθι µε έναν ψαρά και δύο γυναικείες µορφές – µια µάγισσα και µια γοργόνα – απαραίτητες γι’ αυτόν όσο ο αέρας και το νερό, δίνει την αφορµή στον Κωστή Γκιµοσούλη να υπαινιχθεί ότι η ανθρώπινη φύση είναι πολυγαµική
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας ψαράς που θεωρούσε τον εαυτό του ευνοούµενο του φεγγαριού. Το φεγγάρι τού έλεγε πότε θα βγει στη θάλασσα, εµψύχωνε την ψαριά του, του έδειχνε µε το φως του τους θαλασσινούς δρόµους, δεν τον άφηνε ποτέ µόνο του.
Κάτι τον ένωνε µε αυτό το µεγάλο αστέρι ψηλά στον ουρανό. Γνώριζε από πού πρόβαλε και πού έδυε. Αλλαζε µε το σχήµα του τις διαθέσεις του. Αλλοτε µικρούλι, του θύµιζε ζωγραφιά σε ανατολική σηµαία. Μερικές φορές µισό.
Κάποτε πρησµένο και χοντρό σαν βοϊδοκεφαλή. Πάντοτε νέο και συγχρόνως αρχέγονα παλιό, έστεκε πάντοτε εκεί, τριγυρισµένο από άλλα µικρά φωτεινά µατάκια.
Βεβαίως, ήταν κι η µάγισσα που το κατοικούσε. Μια κοπέλα λυγερόκορµη, τολµηρή σαν αµαζόνα, που του είχε χαρίσει την εύνοιά της. Είχε πολύ µακριά ξανθά µαλλιά, µερικές φορές τα κατέβαζε και τον τραβούσε µ’ αυτά πάνω. Τότε περνούσαν τη νύχτα αγκαλιά και µόλις η πρώτη αυγή εµφανιζόταν τον κατέβαζε πάλι στη βάρκα του που την έβρισκε ξέχειλη µε αστραφτερό ψάρι. Μια νύχτα σκοτεινή _ χάση και το φεγγάρι απουσίαζε από τον θόλο _ ο ψαράς βγήκε πάλι. Ηθελε να δει τι θα κατάφερνε χωρίς τη µάγισσά του. Τα αστέρια τον είχαν περικυκλώσει. Είχαν βρει τούτες τις νύχτες ευκαιρία να φέγγουν µανιασµένα. Τον έπιασε ένα ρίγος λες κι ολόκληρος ο αστερισµός ήταν ένα εξάνθηµα µέσα στο στήθος του. Η αστροφεγγιά τού έδειχνε από πού να πάει για να αποφύγει τα κοφτερά βράχια που απειλούσαν να τσακίσουν το πλεούµενό του, γιατί ουρανός και θάλασσα έδειχναν ενωµένοι στο σκοτεινό τους βελούδο.
Οπως τραβούσε τα δίχτυα, άκουσε τα ύδατα να ανοίγουν πίσω του και µια µυστήρια µελωδία _ έµοιαζε µε νανούρισµα σε πρωτάκουστη γλώσσα _ να τον τυλίγει. Γύρισε και, µε κίνδυνο απ’ την ταραχή ν’ αναποδογυρίσει τη βάρκα, την πλησίασε. Ηταν µια γοργόνα.
Μόλις τον είδε η γοργόνα σώπασε. Κοιτάχτηκαν επίµονα στα µάτια. Τα µάτια της είχαν κάθετες κόρες όπως της γάτας, µα µε πιο κοντινή σε µας έκφραση. Λίγο τρυφερή και κάπως κοροϊδευτική. Σχηµάτιζε µια τέλεια καρδιά το λεπτό της κοραλλένιο πρόσωπο.
Τουλάχιστον έτσι του φάνηκε. Πάνω στα σκούρα της µαλλιά, που γυάλιζαν όµοια µε φύκια, διέκρινε αστερίες, ιππόκαµπους ζωντανούς, ψαράκια που έβγαζαν από µέσα τους ένα γαλάζιο φως. Η γοργόνα τού άπλωσε το χέρι. Τα δάχτυλα της ήταν ενωµένα µε µεµβράνη, τα νύχια της µακριά σαν σταλακτίτες. Το άπλωσε κι αυτός και συνάντησε το βρεγµένο δικό της. Του φάνηκε ότι τον χάιδεψε. Ετσι τουλάχιστον ερµήνεψε το παρατεταµένο άγγιγµά τους. Μέσα στην παλάµη του άφησε λίγη υγρή άµµο. Μετά ξαναβούτηξε µέσα στο νερό. Χάθηκε στο πουθενά απ’ όπου είχε εµφανιστεί. Ο ψαράς έχωσε την άµµο στην τσέπη του παντελονιού του.
Οταν τα χαράµατα επέστρεψε στην καλύβα του ακόµα ζαλισµένος απ’ όσα είχε δει, έπεσε µε τα ρούχα στο στρώµα κι αποκοιµήθηκε.
Είδε στον ύπνο του ότι η άµµος που είχε στην τσέπη του ήταν χρυσόσκονη. Στη συνέχεια ένα κατάµαυρο άλογο µε φιλντισένια χαίτη στάθηκε για λίγο και τον κοίταξε. Εκείνος πήρε έναν κόκκο της άµµου από ατόφιο χρυσάφι και τον κόλλησε µε το δάχτυλο στο µέτωπο του αλόγου. Το ήξερε µέσα στ’ όνειρο πως ήταν το πρώτο αστέρι της αυγής που είχε αντικρύσει.
Ξύπνησε αργά το µεσηµέρι. Μόλις ξέµπλεξε το µυαλό του από το χταπόδι των ονείρων, έψαξε βαθιά στην τσέπη του. Η άµµος ήταν εκεί, ακόµα υγρή.
Αρα η γοργόνα υπήρχε.
Στο µεταξύ η ζωή του ψαρά κυλούσε τις νύχτες αγκαλιά µε το φεγγάρι. Η µάγισσα πότε καβάλα στη σκούπα της, πότε κρεµασµένη σε αλεξίπτωτο από την κόκκινη οµπρέλα της _ φανταστείτε ό,τι θέλετε, άλλωστε αυτές οι εικόνες είναι ανθρώπινα εφευρήµατα _ έφερνε βόλτες το γιγάντιο άστρο και κάποτε κατέβαινε µέχρις αυτόν.
_ Ηρθα να σου κρατήσω λίγη παρέα.
Ή µάλλον να πάρω λίγη δύναµη από τη συντροφιά σου. Είµαι πλάσµα του αέρα κι η ζωή µου εκεί ψηλά δεν είναι πάντα εύκολη. Δεν µπορώ να ξεχάσω την καταγωγή µου, ανήκω σ’ αυτήν.
Κάθε της στεναγµός ρυτίδωνε τα νερά. Κάθε της δάκρυ έκανε να τρέµουν τα γύρω βουνά. Τότε, της έλεγε αστεία.
Του άρεσε να τη βλέπει να γελά. Τα δόντια της του θύµιζαν άσπρα τριαντάφυλλα. Εκείνη, σε αντάλλαγµα, του κελαηδούσε όλη νύχτα µε χείλια πιο κόκκινα κι από κεράσι και φεύγοντας άφηνε πάνω στο κορµί του µια µυρωδιά από φρεσκοκοµµένο άχυρο.
Ωραία όλα αυτά! Μα ο ψαράς δεν µπορούσε να ξεχάσει τη µικρή γοργόνα.
Αυτή και το κύµα της βασίλευαν στη µυστική του ζωή. Κι όταν το φεγγάρι χανόταν, ένιωθε την επιθυµία της να του ανάβει φωτιές στα σωθικά. Αφησε αρκετές χάσεις να περάσουν άκαρπες. Τελικά µία δεν άντεξε. Πήδηξε στη βάρκα του για να πάει να την ξαναβρεί. Τα αστέρια αντανακλούσαν τη λάµψη τους σαν καντηλάκια πάνω στα νερά. Την περίµενε αλλά δεν έλεγε να φανεί. Κι εκεί που είχε απογοητευτεί, άκουσε τη θάλασσα ν’ ανοίγει πίσω του. Ηταν εκεί. Την κοίταξε. Τον κοίταξε. Ηταν αρκετό. Δεν σκέφτηκε τίποτα. Απλώς την ακολούθησε µέσα. Πήγε µαζί της. Τη φίλησε στα χείλη, στο στήθος, στον αφαλό. Μπλέχτηκε στα µαλλιά της, η ψαρίσια ουρά της τυλίχτηκε στα πόδια του. Ενα σαλάχι
µε γουρλωτά µάτια παρακολουθούσε την ένωσή τους. Ας µην τελειώσει ποτέ, µονολόγησε λαχανιασµένος. Κι όµως δεν του είχε λείψει η ανάσα κάτω απ’ την επιφάνεια. Τίποτα δεν είναι αδύνατο στον έρωτα, σκέφτηκε.
Ο χρόνος απουσίαζε, όπως και κάθε βάρος δικό του. Μήπως αυτό ήταν ο έρωτας; Ισως.
Τότε αυτή τέντωσε προς τα κάτω το δάχτυλο και του έδειξε. Στον πυθµένα υπήρχε ένα πελώριο φεγγάρι. Μόλις είχε ανατείλει εκεί κάτω κι έλαµπε. Εστελνε διαθλασµένες τις έντονες ανταύγειες του να τις κουβαλήσουν ώς την επιφάνεια τα ρεύµατα. Ενα φεγγάρι ψηλά στον ουρανό κι ένα φεγγάρι βαθιά στον πάτο της θάλασσας. Εκλεισε τα µάτια ανατριχιασµένος κι άκουσε έναν µαύρο ήχο που στροβιλιζόταν γύρω του. Μια εκφραστική σιωπή που ήταν αδύνατο να την περιγράψει µε εικόνες γνωστές. Οταν βγήκε έξω, η γοργόνα είχε ήδη εξαφανιστεί.
Κάθησε στο τραπέζι της καλύβας. Ακούµπησε το κεφάλι στις δυο γροθιές του. Θα έπρεπε να ήταν ευχαριστηµένος. Χορτάτος. Ηταν. Αλλά και συγχρόνως ήταν µπερδεµένος. Δεν ήξερε πως υπήρχαν δυο φεγγάρια. Τώρα ήταν ερωτευµένος και µε τα δύο. Ηθελε και τα δύο.
Ακουσε απ’ έξω τις βροντές. Μετά τη βροχή να πέφτει τουλούµι. Οµως εκείνος δεν έλεγε να σηκωθεί. Καθόταν εκεί συλλογισµένος. Ωσπου άκουσε έναν χτύπο στην πόρτα. Σηκώθηκε, άνοιξε κι είδε µια γυναίκα µε µακριές βρεγµένες µπούκλες, κρίκους χρυσούς στα αυτιά, µάτια κάρβουνα.
– Ασε µε να περάσω, του είπε. Θέλω να ξαποστάσω λίγο. Περιπλανιέµαι χρόνια. – Μητέρα, της είπε αναγνωρίζοντάς την ξαφνιασµένος. Πώς βρέθηκες εδώ; Εσύ λείπεις χρόνια. Μας εγκατέλειψες τον πατέρα κι εµένα όταν… – Πάντα σε παρακολουθούσα κρυφά. Ηµουν κοντά σου όταν µε είχες ανάγκη κι ας µη µε έβλεπες. Και τώρα έχεις την ανάγκη µου.
– Μα εσύ περιφέρεσαι σ’ όλον τον κόσµο σαν… – Γιατί δεν το λες; Σαν Τσιγγάνα. Δεν βρήκα τίποτ’ άλλο για να παραµείνω ζωντανή. Ποτέ όµως, τίποτα δεν µπόρεσε να µε κάνει να σε ξεχάσω.
Ανοιξε την αγκαλιά της. Κι αυτός σαν απροστάτευτο παιδί χώθηκε µέσα:
– Ξέρεις, ο πατέρας έχει πεθάνει.
– Το ξέρω. Γι’ αυτό ήρθα.
Κάθησε πρώτη. Ο ψαράς κάθησε απέναντί της. Του ‘πιασε τα χέρια. Τα κοίταξε και του είπε:
– Το ένα σου χέρι είναι το φεγγάρι στον ουρανό και το άλλο το φεγγάρι στον βυθό. Για την ισορροπία σου έχεις ανάγκη και τα δύο: τον αέρα και το νερό.
Εχεις ποτέ σκεφτεί ότι µπορεί να είναι το ίδιο; Δηλαδή ολόκληρο το δικό σου πρόσωπο να περιλαµβάνει και τις δύο; Του φίλησε τις παλάµες. Με τα φιλήµατα τα χέρια του γέµισαν κρύσταλλα. Κοµµατάκια που έµοιαζαν καθρέφτες και γυάλιζαν.
– Ελα, ένωσέ τα, του είπε. Ολα θα πάνε καλά!
Οπως όταν ήταν παιδί κι ετοίµαζαν µια χειροτεχνία για την εποµένη που έπρεπε να παραδώσει στον δάσκαλο. Ενιωσε το ίδιο αδέξιος και ανυπόµονος. Η µάνα τον διόρθωνε και πάντα του έδειχνε χωρίς να βιάζεται το πώς.
Στο τέλος ένωσαν σωστά τα κοµµατάκια του φεγγαριού από την κάθε παλάµη σε ένα ολόγιοµο. Αποδείχθηκε πως ήταν ο σωστός ο τρόπος γιατί έλαµψε εκτυφλωτικά και το εσωτερικό της καλύβας και το πρόσωπο των δυο τους. Δεν ανησυχούσε πια κι ας ήξερε ότι υπήρχαν δυο φεγγάρια. Η µητέρα τον είχε µάθει πώς να τα ενώνει.
Ενα φεγγάρι ψηλά στον ουρανό κι ένα φεγγάρι βαθιά στον πάτο της θάλασσας. Εκλεισε τα µάτια ανατριχιασµένος κι άκουσε έναν µαύρο ήχο που στροβιλιζόταν γύρω του. Μια εκφραστική σιωπή που ήταν αδύνατο να την περιγράψει µε εικόνες γνωστές. Οταν βγήκε έξω, η γοργόνα είχε ήδη εξαφανιστεί
Ο Κωστής Γκιµοσούλης είναι ποιητής και πεζογράφος. Τα γνωστότερα έργα του είναι: η ποιητική συλλογή «Ο ξυλοκόπος πυρετός», το µυθιστόρηµα «Μια νύχτα µε την Κόκκινη», το αφήγηµα «Βρέχει φως» για τον Καρυωτάκη και την Πολυδούρη, η συλλογή διηγηµάτων «Η κραυγή της πεταλούδας»